Ένα παιδί καλείται να προσαρμοστεί σε ποικίλα σχολικά και εξωσχολικά περιβάλλοντα, κατά τη διάρκεια της ανάπτυξής του. Αυτή η διαδικασία της προσαρμογής χρειάζεται πληθώρα ευέλικτων μεταβολών από μέρους του, συνυφασμένων με τις εκάστοτε απαιτήσεις και συνθήκες, στα επίπεδα της γνωστικής, συναισθηματικής, ψυχοκινητικής και κοινωνικής διάστασης.
Πολλές φορές, όμως, η προσαρμογή, εξαιτίας μίας σειράς παραγόντων, δεν πραγματοποιείται επιτυχημένα και έτσι προκύπτουν συναισθήματα ανασφάλειας, άγχους και φόβου ή ακόμα και συμπεριφορές επιθετικότητας και αντικοινωνικότητας. Συνεπώς, κρίνεται αναγκαίο γονείς και εκπαιδευτικοί να είναι αφυπνισμένοι σχετικά με το συγκεκριμένο ζήτημα, προκειμένου να προλαμβάνουν, αλλά και να αντιμετωπίζουν προσαρμοστικές δυσχέρειες.
Καταρχάς, πρέπει να επισημανθούν οι ομάδες μαθητών που συναντούν τους περισσότερους σκοπέλους, κατά την προσαρμογή τους στα διάφορα εκπαιδευτικά και μη πλαίσια, όπως επίσης και οι εξωγενείς αιτίες εμφάνισης αυτών των σκοπέλων.
– Μία ομάδα τέτοιων παιδιών αποτελούν οι μαθητές με ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες. Ελλείψεις σε εγκαταστάσεις, κατάλληλο εποπτικό υλικό και καταρτισμένο προσωπικό, αλλά και ρατσιστικές και στερεοτυπικές προσλήψεις της αναπηρίας από το κοινωνικό σύνολο, θέτουν τα παιδιά με ειδικές ανάγκες σε ένα διαρκή αγώνα διεκδίκησης ίσων ευκαιριών, με αποτέλεσμα την προβληματική ή ανολοκλήρωτη προσαρμογή τους.
– Μία δεύτερη ομάδα συνιστούν τα παιδιά προσφύγων και μεταναστών, με διαφορετική γλώσσα, θρησκεία και πολιτισμικές αξίες, που πρέπει να προσαρμοστούν σε μία νέα πραγματικότητα, η οποία δε λαμβάνει υπόψη τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τους και μέσω του θεσμικού ρατσισμού και των αυτοεκπληρούμενων προφητειών στηριγμένων στην ξενοφοβία, τα οδηγεί στη σχολική αποτυχία και την κοινωνική απομόνωση.
– Σε μία τρίτη κατηγορία παιδιών με προβλήματα προσαρμογής μπορούν να ενταχθούν οι μαθητές που προέρχονται από οικογένειες με χαμηλή μορφωτική και πολιτισμική εμπειρία και που εκκινούν έτσι τη συμμετοχή τους στα ακαδημαϊκά δρώμενα με μία προετοιμασία απ’ το σπίτι αναντίστοιχη των απαιτήσεων των αναλυτικών προγραμμάτων των σχολείων.
– Η τέταρτη κατηγορία μαθητών με δυσκολίες προσαρμογής δομείται από τον τρόπο που σχολείο και εξωσχολικοί φορείς αντιλαμβάνονται τα δύο φύλα, καθώς και τις ιδιαιτερότητες στο σεξουαλικό προσανατολισμό. Συχνές είναι οι παραδοχές εκπαιδευτικών και γονέων πως αγόρια και κορίτσια έχουν ή πρέπει να έχουν κλίσεις σε εκπαιδευτικά αντικείμενα και κοινωνικές συμπεριφορές που αρμόζουν στο φύλο τους. Επίσης, πιθανές διαφορετικότητες και αναζητήσεις εφήβων αναφορικά με τη σεξουαλική τους ταυτότητα δε βρίσκουν πεδίο αποδοχής και ψυχολογικής υποστήριξης στα σημερινά σχολεία, αλλά αντίθετα, όπως και οι ομάδες των παιδιών με ειδικές ανάγκες και με διαφορετική καταγωγή, τοποθετούνται στο στόχαστρο των εκφοβιστών.
– Έκτη ομάδα παιδιών που βιώνουν προσαρμοστικές δυσχέρειες είναι αυτή που είτε για λόγους μετακίνησης των γονέων, είτε εξαιτίας άλλων παραγόντων, αναγκάζονται να αλλάξουν σχολείο, κέντρο δημιουργικής απασχόλησης, φροντιστήριο. Αυτά τα παιδιά έρχονται αντιμέτωπα με την ταμπέλα του «νέου» και αρκετές φορές περιθωριοποιούνται και αδυνατούν να συνάψουν φιλίες, βρισκόμενα κάτω από μία διαρκή πίεση απόδειξης των χαρακτηριστικών τους που τα ενώνουν και τα ταυτίζουν με τους υπολοίπους.
– Η έβδομη και τελευταία ομάδα που συναντά συχνά εμπόδια προσαρμογής είναι απότοκος της δομής του εκπαιδευτικού συστήματος. Ένα παιδί πηγαίνει στο νηπιαγωγείο, ερχόμενο για πρώτη φορά σε επαφή με ένα εξω-οικογενειακό πλαίσιο που περιέχει ιδιαίτερους κανόνες και νόρμες. Έπειτα, το παιδί καλείται να αφήσει το νηπιαγωγείο, που προσανατολίζεται κεντρικά στην υλοποίηση συναισθηματικών και ψυχοκινητικών στόχων, και να μεταβεί στο δημοτικό, όπου η στοχοθεσία επικεντρώνεται στη θεμελίωση των αρχικών βασικών γνώσεων. Στη συνέχεια, στα πρώτα σκαλοπάτια της εφηβείας, το παιδί από τελειόφοιτος ενός σχολείου, του δημοτικού, βρίσκεται ξαφνικά στο πρώτο έτος ενός άλλου σχολείου, του γυμνασίου. Ενός άλλου σχολείου, που τα μαθήματα γίνονται πιο σύνθετα, που απαιτεί να αποβάλει τα στοιχεία της παιδικότητάς του και που τη θέση του ενός δασκάλου παίρνουν οι πολλοί συναισθηματικά αποστασιοποιημένοι καθηγητές διαφορετικών μαθημάτων. Τέλος, το γυμνάσιο δίνει τη σκυτάλη στο λύκειο, ένα περιβάλλον όπου ο μαθητής χρειάζεται να ανταποκριθεί σε μία ανταγωνιστική και βαθμοθηρική συνθήκη, εν όψει των εξετάσεων που θεωρείται πως θα κρίνουν, και ίσως αυτό να κάνουν, την επαγγελματική του σταδιοδρομία και γενικότερα το μέλλον του.
Η προσπάθεια άμβλυνσης ή και εξάλειψης όλων των παραπάνω ανασταλτικών παραγόντων ακαδημαϊκής και κοινωνικής προσαρμογής πρέπει να είναι πολύπλευρη, περιλαμβάνοντας τη συμβολή όλων των αρμόδιων φορέων και προσώπων. Υπεύθυνοι κρατικού εκπαιδευτικού σχεδιασμού, παιδαγωγοί, γονείς, όπως και όλοι όσοι εμπλέκονται στη υποδοχή και την ένταξη παιδιών σε περιβάλλοντα μάθησης και ψυχαγωγίας είναι απαραίτητο να λειτουργήσουν υπό το πρίσμα ορισμένων παιδαγωγικών αρχών, αλλά και συγκεκριμένων διδακτικών και ψυχολογικών πρακτικών, προκειμένου το σύνολο των παιδιών να προσαρμόζεται εύκολα και απρόσκοπτα στα ποικίλα κοινωνικά πλαίσια συμμετοχής του.
Έτσι, λοιπόν, κάποια απ’ τα μέτρα που είναι ανάγκη να ληφθούν από το κράτος σχετίζονται με την δημιουργία λιγότερο πιεστικών και στηριγμένων στις αρχές της συμπερίληψης και της διαπολιτισμικότητας αναλυτικών προγραμμάτων, τον προσανατολισμό των σχολείων στην ουσιαστική καλλιέργεια των παιδιών και όχι στην πρόσκαιρη απόκτηση γνώσεων και στη διεκδίκηση υψηλών βαθμολογιών, την έκδοση εγχειριδίων απευθυνόμενων σε όλους τους μαθητές και απαλλαγμένων από στερεοτυπικές αντιλήψεις, την κατασκευή κατάλληλων για όλους και εκπαιδευτικά εξοπλισμένων σχολικών εγκαταστάσεων, τη δόμηση μίας λογικής συνέχειας ανάμεσα στις σχολικές βαθμίδες, την πληρέστερη κατάρτιση των εκπαιδευτικών στα επίπεδα της παιδαγωγικής και της ψυχολογίας και την πρόσληψη πρόσθετου επιστημονικού προσωπικού στις σχολικές μονάδες.
Με τη σειρά τους οι εκπαιδευτικοί των σχολείων, των κέντρων δημιουργικής απασχόλησης και άλλων δομών πρέπει να σχηματίζουν περιβάλλοντα φιλικά, ανοικτά σε όλα τα παιδιά, που λειτουργούν στη βάση των αρχών της δημοκρατίας, της ελευθερίας και της αξιοπρέπειας και που σέβονται την ξεχωριστή διαφορετικότητα του κάθε μαθητή. Επιπροσθέτως, οι εκπαιδευτικοί πρέπει να είναι κοντά στα παιδιά για οτιδήποτε τα χρειάζονται, να γνωρίζουν τις πρότερες γνώσεις και εμπειρίες τους, να παρατηρούν τον τρόπο με τον οποίο συμπεριφέρονται και δρουν την ώρα των μαθημάτων, αλλά και κατά τη διάρκεια των διαλειμμάτων, και να πραγματοποιούν παρεμβάσεις συμβουλευτικής και ψυχολογικής υποστήριξης και ενθάρρυνσης. Ακόμα, κρίνεται απαραίτητο οι δάσκαλοι να βρίσκονται σε συνεχή επαφή με τους γονείς, να λαμβάνουν από αυτούς πληροφορίες για πιθανά προβλήματα που αντιμετωπίζουν τα παιδιά στο σπίτι και στη συνέχεια να βοηθούν τους μαθητές τους, με λεπτούς και διακριτικούς χειρισμούς, να ανταπεξέλθουν συναισθηματικά στις δυσκολίες και να προσαρμοστούν ομαλά στο εκπαιδευτικό πλαίσιο.
Επιπλέον, σε διδακτικό επίπεδο οι εκπαιδευτικοί οφείλουν να ακολουθούν μεθοδολογίες που επιτρέπουν τη συμμετοχή όλων των μαθητών στις διάφορες δραστηριότητες και που προωθούν τη συνεργασία, την αλληλεγγύη και την εμπιστοσύνη. Κάποιες τέτοιες μεθοδολογίες συνδέονται με την παροχή ευκαιριών γνωριμίας και αλληλεπίδρασης των μαθητών, τη διαφοροποιημένη διδασκαλία, την ομαδοσυνεργατική εργασία, τις προτάσεις δράσεων όπου τα παιδιά πρέπει να πετύχουν κοινούς στόχους, τη χρήση πλούσιου και πολυτροπικού εποπτικού υλικού, το ελεύθερο παιχνίδι, το παιχνίδι ρόλων, την αξιοποίηση των τεχνών (παραστάσεις, χορωδίες, ορχήστρες), την ανάδειξη των ιδιαίτερων ενδιαφερόντων του κάθε μαθητή, τις συχνές συζητήσεις στην τάξη για θέματα όπως ο ρατσισμός και ο σχολικός εκφοβισμός, την προτυποποίηση στάσεων αποδοχής και ανεκτικότητας απέναντι στο νέο και το διαφορετικό, τις προτάσεις τεχνικών διαχείρισης τους άγχους και την παρότρυνση όλων των παιδιών για συμμετοχή σε λήψη αποφάσεων.
Όσον αφορά τους γονείς, επίσης θα πρέπει να επιδιώκουν συνεχή επαφή με τους εκπαιδευτικούς των παιδιών, έτσι ώστε να λαμβάνουν στοιχεία, τα οποία θα τους βοηθούν στην ερμηνεία πιθανών συναισθηματικών προβλημάτων που εμφανίζουν τα παιδιά και που πιθανά σχετίζονται με δυσκολίες τους στην προσαρμογή. Επίσης, οι γονείς είναι ανάγκη να μην ασκούν έντονες πιέσεις στα παιδιά οι οποίες αποσκοπούν στην ακαδημαϊκή τους επιτυχία, να συζητούν μαζί τους, να είναι ενεργητικοί ακροατές των προβληματισμών τους, να τα εμπιστεύονται και να δείχνουν την εμπιστοσύνη τους, να ενισχύουν τη αυτοπεποίθησή τους, να σέβονται και να στηρίζουν τις επιλογές τους, να τα προετοιμάζουν ψυχολογικά για τα χαρακτηριστικά των διαφόρων περιβαλλόντων, να παίρνουν μέρος σε συναντήσεις γονέων που διοργανώνουν τα σχολεία, να προσφέρουν τις γνώσεις και την πολιτισμική τους εμπειρία στα πλαίσια συμμετοχής των παιδιών τους και να συμβουλεύονται ειδικούς ψυχολόγους όποτε χρειάζεται. Στην ίδια γραμμή με εκπαιδευτικούς και γονείς, πρέπει να κινούνται και όλοι όσοι υποδέχονται παιδιά σε χώρους δραστηριοτήτων, στο βαθμό βέβαια που το επιτρέπει κάτι τέτοιο η ιδιότητά τους και οι παιδαγωγικές τους γνώσεις.
Το ζήτημα της σχολικής και κοινωνικής προσαρμογής παιδιών και εφήβων είναι πολύ σημαντικό και δεν πρέπει να παραμελείται από κανέναν. Η αδυναμία επίτευξης διείσδυσης σε ομάδες σε αυτές τις ηλικίες δεν έχει μόνο προσωρινές συναισθηματικές επιπτώσεις, αλλά επηρεάζει την ψυχολογία και την προσωπικότητα των ατόμων και κατά την ενήλικη ζωή τους. Σχηματίζονται τραύματα που καθορίζουν σκέψεις, δράσεις και σημαντικές αποφάσεις και που είναι πολύ δύσκολο να ξεπεραστούν. Έτσι, όλοι όσοι διαδραματίζουμε κάποιο ρόλο στη ζωή των νέων ανθρώπων, πρέπει να δίνουμε μεγάλη προσοχή στην προσαρμογή τους στα διάφορα πλαίσια, δομώντας περιβάλλοντα ασφάλειας, κατανόησης και αγάπης από όλους προς όλους.
«Δεν μπορώ και δε θέλω να κόψω και να ράψω τη συνείδησή μου για να ταιριάζει στη φετινή μόδα» – Lillian Hellman, 1905-1984 μ.Χ., Αμερικανίδα Θεατρική Συγγραφέας
Δάσκαλος Δημοτικής Εκπαίδευσης (MSc στην Ειδική Αγωγή και Εκπαίδευση) και Εκπαιδευτικό Προσωπικό των ΚΔΑΠ ”Μεγαλώνουμε Μαζί”