”Παιδί και φόβοι”, ”παιδί και φοβίες”. Δύο έννοιες συνυφασμένες και αλληλένδετες με το παιδί. Είναι γεγονός ότι όλοι οι άνθρωποι, ενήλικοι και παιδιά, κάποια στιγμή στη ζωή τους έχουν βιώσει το συναίσθημα του φόβου, πολύ περισσότερο τα παιδιά στων οποίων τη ψυχοσυναισθηματική και βιολογική ανάπτυξη ο φόβος έχει έντονη παρουσία με διαφορετική μορφή στην εκάστοτε ηλικία. Ο φόβος είναι ένα συναίσθημα απόλυτα φυσιολογικό για την ανάπτυξη των παιδιών παρόλο που σχετίζεται με διάφορες διαταραχές και παρουσιάζεται ως βασικό ή συνοδό σύμπτωμα σε αρκετές από αυτές.
Είναι απαραίτητο στο σημείο αυτό να διαχωρίσουμε την έννοια φόβος από την έννοια φοβία. Οι διαφορές τους εξαρτώνται από την ηλικία των παιδιών, τον τρόπο εμφάνισης, τη συχνότητα και το αντικείμενο/ κατάσταση που αποτελεί φοβικό ερέθισμα στο παιδί. Ως εκ τούτου διαφέρει σημαντικά και η αντιμετώπιση τους από τους γονείς και τους ειδικούς. Ως παιδικός φόβος μπορεί να οριστεί κάθε φυσιολογική αντίδραση του παιδιού σε κάποια εξωγενή κατάσταση ή οποία είναι πρωτόγνωρη και όχι συνήθης για το παιδί και την καθημερινότητά του. Οι φόβοι λοιπόν συνδέονται με καταστάσεις, ερεθίσματα ή γεγονότα με τα οποία έρχεται αντιμέτωπο το παιδί μη ξέροντας αρχικά πώς να διαχειριστεί και καλείται να αντιμετωπίσει. Λαμβάνοντας υπόψη το παραπάνω θα λέγαμε ότι ο φόβος λειτουργεί ανασταλτικά και σε πολλές περιπτώσεις κρίνεται αναγκαίος για την αποφυγή κινδύνων και τη διασφάλιση της σωματικής ακεραιότητας του κάθε παιδιού.
Η φοβία από την άλλη, είναι ένας επίμονος, έντονος, διαρκής και παράλογος φόβος για ένα συγκεκριμένο αντικείμενο, χώρο, κατάσταση ή δραστηριότητα, η οποία μπορεί και να μην αποτελεί πραγματικό κίνδυνο ή απειλή (π.χ ένα ζώο, το σχολείο κ.α) που έχει ως αποτέλεσμα μια συμπεριφορά αποφυγής του παιδιού και έντονη υποκειμενική ενόχληση – το παιδί επιθυμεί έντονα την αποφυγή αυτού που φοβάται. Το παιδί μπορεί να εκδηλώσει συμπτώματα όπως εφίδρωση, έντονο τρόμο, πόνο στο στομάχι, εμετούς με συνέπεια να εμποδίζεται σημαντικά η καθημερινή του λειτουργικότητα.
Ας αναλύσουμε τώρα τα χαρακτηριστικά των δύο αυτών εννοιών εστιάζοντας στις διαφορές τους και πιθανούς τρόπους αντιμετώπισης από τους γονείς όπου αυτό είναι δυνατό. Μιλώντας για τον φόβο της σχολικής ηλικίας έχει παρατηρηθεί ότι ορισμένα χαρακτηριστικά καταστάσεων που προκαλούν φόβο είναι κοινά στο ευρύ πλήθος των παιδιών. Ένας από τους πιο συνηθισμένους φόβους των παιδιών προσχολικής ηλικίας ξεκινά με την έναρξη του παιδιού στο νηπιαγωγείο καθώς έρχεται αντιμέτωπο με πολλά άγνωστα πρόσωπα. Το παιδί μπορεί να αρχίσει να κλαίει, να αρνείται να μπει μόνο μέσα στην τάξη με τα άλλα παιδιά και να μην αφήνει τη μητέρα του να φύγει. Πρόκειται για το λεγόμενο «άγχος αποχωρισμού», το οποίο εμφανίζεται φυσιολογικά από τον 7ο μήνα έως το δεύτερο χρόνο της ζωής και παραπέμπει στο φόβο απώλειας της φροντίδας και της προστασίας που παρέχεται από το κύριο πρόσωπο αναφοράς, κυρίως τη μητέρα.
Συνήθως μετά το 2ο χρόνο αρχίζει σταδιακά να μειώνεται, αλλά μπορεί και να κορυφωθεί (από την προσχολική ηλικία, έως και την ηλικία των 18 ετών) ως απάντηση στον αποχωρισμό/ απώλεια (π.χ μια αρρώστια, ένας θάνατος, ένα διαζύγιο) ή απειλή απώλειας/ εγκατάλειψης του κύριου προσώπου φροντίδας του παιδιού ή και χωρίς να υπάρχει εκλυτική αιτία. Η παρουσία του συνήθως, θεωρείται ότι χαρακτηρίζεται από μη πραγματικές ανησυχίες του παιδιού περί εγκατάλειψης ή απόρριψης εξαιτίας του χωρισμού του από τον γονέα που το φροντίζει και συνδέεται με τις διαταραχές ύπνου και τα συμπτώματα σχολικής φοβίας/ άρνησης κατά την παιδική ηλικία. Με άλλα λόγια το παιδί φοβάται ότι θα πάθει κάτι κακό το ίδιο ή οι γονείς του και δυσκολεύεται να κοιμηθεί μόνο ή να ανταπεξέλθει σε περιβάλλοντα που δεν είναι μαζί οι γονείς του, όπως το σχολείο.
Τα παιδιά 4-8 ετών παρουσιάζουν συχνούς εφιάλτες και σχολική άρνηση ενώ τα μεγαλύτερα παιδιά 8-12 ετών εμφανίζουν υπερβολική ανησυχία καθώς και σωματικά συμπτώματα, όπως κοιλιακοί πόνοι, πονοκέφαλοι κ.α. Η σταθερότητα ενός προγράμματος κατά τη διάρκεια του ύπνου και η ανάλογη προετοιμασία των παιδιών προσχολικής ηλικίας από τους γονείς θα μειώσει το άγχος αποχωρισμού. Άλλοι φόβοι των παιδιών αυτής της ηλικίας μπορεί να είναι το σκοτάδι, τα τέρατα, τα φαντάσματα. Αυτοί φυσιολογικά εκδηλώνονται καθώς το παιδί δεν έχει ακόμη τη γνωστική και συναισθηματική ωριμότητα να ξεχωρίσει το πραγματικό από το φανταστικό. Ενίοτε μπορεί να φοβάται και κάποιες φυσικές καταστροφές, όπως τις αστραπές/ βροντές και τους σεισμούς, καθώς φαντάζουν ακατανόητα γι’ αυτό φαινόμενα. Και σε αυτές τις περιπτώσεις τα παιδιά αρχίζουν να κλαίνε και να ζητούν τη στήριξη από τη μητέρα τους.
Επιπλέον ένας παιδικός φόβος μπορεί να δημιουργηθεί ως απάντηση σε κάποιο γεγονός/ εμπειρία του παιδιού που βίωσε κατά τη διάρκεια της ημέρας. Για παράδειγμα, ένα παιδί που είδε στην τηλεόραση ένα παιδικό έργο με τέρατα, ή διάβασε ένα παραμύθι με τέρατα, ή άκουσε τους γονείς/ άλλο οικείο πρόσωπο να μιλούν για κλέφτες μπορεί να εκδηλώσει φόβο είτε στον ύπνο του, είτε και κατά τη διάρκεια της ημέρας, ρωτώντας συχνά τους γονείς του γι’ αυτόν.
Όλοι οι παραπάνω φόβοι μπορεί εύκολα να υποχωρήσουν καθώς το παιδί αναπτύσσεται γνωστικά και οι γονείς προσφέρουν τη κατάλληλη συναισθηματική στήριξη και ασφάλεια. Σε αυτό το σημείο η βοήθεια των γονιών είναι σημαντική και απαραίτητη ώστε να μην μετατραπούν αυτοί οι φόβοι σε φοβίες και σε λοιπές διαταραχές. Είναι αναγκαίο οι γονείς να καθησυχάσουν το παιδί και να το βοηθήσουν να αντιμετωπίσει την παρούσα κατάσταση. Γενικές συμβουλές προς του γονείς θα μπορούσαν να είναι η προσεκτική ακρόαση των παιδιών τους στην λεκτική περιγραφή των φόβων τους χωρίς να γελοιοποιούν και να χλευάζουν το περιεχόμενο αυτών των περιγραφών. Η διατήρηση κοινής στάσης ψυχραιμίας και στήριξης είναι απαραίτητη έτσι ώστε το παιδί να νιώσει την παρουσία των γονέων και κατά τη διάρκεια της κατάστασης κατά την οποία νιώθει φόβο. Επίσης οι γονείς θα πρέπει να είναι ιδιαίτερα προσεκτικοί έτσι ώστε να μην υπερπροστατεύσουν το παιδί τους και έτσι αυτό δεν εκτεθεί επαρκώς στους φόβους του και δεν γίνει ικανό στη συνέχεια να τους αντιμετωπίζει μόνο του όπως και όλες τις υπόλοιπες δυσκολίες που πρόκειται να αντιμετωπίσει στη ζωή του.
Η ειδοποιός διαφορά ανάμεσα στην φοβία και τον φόβο έγκειται στην ποιοτική και ποσοτική συχνότητα παρουσίασης των συμπτωμάτων της φοβίας από τον φυσιολογικό φόβο. Έτσι λοιπόν τα παιδιά που παρουσιάζουν φοβίες έχουν εντονότερες και συχνότερες αντιδράσεις πλέον μη φυσιολογικές σε καταστάσεις που εκ φύσεως δε θα έπρεπε να προκαλούν τόσο έντονα συμπτώματα φόβου, ανησυχίας καθώς και ψυχοσωματικά σύνδρομα. Επιπρόσθετα υπάρχει έντονη δυσκολία στη προσαρμογή του παιδιού στην οργάνωση και λειτουργικότητα της καθημερινότητας του. Έτσι, παρατηρείται η ανάγκη πλέον για βοήθεια από κάποιον ειδικό έτσι ώστε το παιδί να μπορεί να ανταπεξέλθει στην ίδια του την καθημερινότητα.
Οι πιο συνήθεις φοβίες που διαγιγνώσκονται κατά την παιδική και εφηβική ηλικία είναι οι ειδικές φοβίες και η κοινωνική φοβία.
Ως ειδική φοβία ορίζεται: ο φόβος συγκεκριμένων αντικειμένων (π.χ κάποιων ζώων ή ενέσεων/ αίματος/ τραυμάτων) ή καταστάσεων (όπως, τούνελ, γέφυρες, λεωφορεία, ανελκυστήρες, φυσικές καταστροφές κ.α). Η έκθεση στο φοβικό αντικείμενο προκαλεί άμεση αντίδραση έντονου άγχους ή/ και δυσφορίας που συνήθως εκφράζεται με κλάματα, εκρήξεις θυμού, γκρίνια και προσκόλληση του παιδιού σε σημαντικά πρόσωπα της ζωής του. Σε παιδιά μικρότερα των 18 χρονών η φοβική διαταραχή αναγνωρίζεται όταν τα συμπτώματα διαρκούν τουλάχιστον για 6 μήνες.
Ως κοινωνική φοβία ορίζεται η εκδήλωση υπερβολικού και παράλογου άγχους του παιδιού μπροστά σε κοινωνικές καταστάσεις (όπως, συνομιλία/ φαγητό σε δημόσιους χώρους), εξαιτίας του φόβου ότι μπορεί να κάνει κάτι ανάρμοστο στη συμπεριφορά του με συνέπεια την αποφυγή αυτών των καταστάσεων. Για παράδειγμα, ένα παιδί μπορεί να εμφανίσει φοβία για την εκτέλεση ορισμένων συνηθισμένων δραστηριοτήτων όπως το φαγητό ή το γράψιμο μπροστά σε άλλα παιδιά ή το να χρησιμοποιήσει την τουαλέτα του σχολείου. Επίσης μπορεί να φοβάται να εκτεθεί μπροστά σε άλλα παιδιά και επανειλημμένως αποφεύγει να συμμετέχει σε σχολικές γιορτές και παραστάσεις. Φοβάται ότι θα ρεζιλευτεί, θα ντροπιαστεί και επομένως τις αποφεύγει. Η έναρξης της τοποθετείται στην εφηβεία και ολοκληρώνεται συνήθως μετά το πέρας αυτής.
Στις περιπτώσεις αυτές είναι χρήσιμη η συμβολή των ειδικών καθώς όταν ο φόβος μετατρέπεται σε φοβία ή παρουσιάζεται μια φοβία αυτούσια είναι σπάνιο φαινόμενο η υποχώρηση των συμπτωμάτων χωρίς κάποια ειδική αντιμετώπιση. Οι γονείς δεν πρέπει να διστάζουν να ζητήσουν βοήθεια από κάποιο ειδικό διότι ακόμη και αν φαίνεται ότι υποχωρεί κάποια φοβία τις περισσότερες φορές μετατρέπεται σε κάποια άλλη φοβία που προέρχεται από κάποιο άλλο διαφορετικό ερέθισμα ή τυχόν φοβίες να γενικευτούν σε άλλους τομείς της ζωής του παιδιού. Σε καμία περίπτωση οι γονείς δε θα πρέπει να αντιμετωπίσουν την κατάσταση αποκρυπτικά και απορριπτικά πράγμα που παρατηρείται σε πολλές περιπτώσεις παρουσίασης παιδικών φοβιών ούτε όμως και να ανάγουν την τυχόν φοβία του παιδιού σε μείζον πρόβλημα ζωής. Σταθερότητα αποφάσεων,υποστηρικτική στάση και ειδική παρακολούθηση από καταρτισμένους επαγγελματίες κρίνονται απαραίτητα στοιχεία για μια ομαλή εξάλειψη της τυχόν φοβίας που μπορεί να υπάρξει κατά την προσχολική,σχολική και εφηβική ηλικία.
– Πτυχιούχος Παιδαγωγικού Τμήματος Δημοτικής Εκπαίδευσης ΑΠΘ με επιμόρφωση στην Ειδική Αγωγή και Διαπολιτισμική Εκπαίδευση του Πανεπιστημίου Αιγαίου
– Ειδικές σπουδές στην Προπονητική και στη Σχολική Φυσική Αγωγή.
– Υπεύθυνος προγραμμάτων και δραστηριοτήτων των ΚΔΑΠ ”Μεγαλώνουμε Μαζί”