«Είναι ωραίο να είσαι διαφορετικός… όχι για να ξεχωρίζεις στα πολλά, αλλά γιατί μέσω αυτού του τρόπου, γνωρίζεις τι σημαίνει να είσαι ο εαυτός σου…»
Ορισμός & Τύποι
Η Διαταραχή Ελλειμματικής Προσοχής με ή χωρίς Υπερκινητικότητα (ΔΕΠ-Υ), διεθνώς γνωστή ως Attention Deficit Hyperactivity Disorder (ADHD) αποτελεί μία από τις πιο συχνές νευροβιολογικές διαταραχές που εμφανίζονται κατά την παιδική ηλικία. Σύμφωνα με αποτελέσματα διεθνών ερευνών, η πλειονότητα των ειδικών εκτιμά πως η συχνότητα εμφάνισης της ΔΕΠ-Υ κυμαίνεται μεταξύ του 3% έως 5% του παιδικού πληθυσμού. Σε αντίστοιχες έρευνες που πραγματοποιήθηκαν στην Ελλάδα, το ποσοστό αυτό ανέρχεται περίπου στο 10%. Αξίζει να σημειωθεί πως η ΔΕΠ-Υ αποτελεί τη συνηθέστερη αιτία παραπομπής παιδιών σε υπηρεσίες ψυχικής υγείας.
Βασικά χαρακτηριστικά της είναι η αυξημένη κινητική δραστηριότητα, η δυσκολία συγκέντρωσης και διατήρησης της προσοχής και η παρορμητικότητα. Επομένως, επειδή τα συγκεκριμένα χαρακτηριστικά εκδηλώνονται σε βαθμό δυσανάλογο με την ηλικία αλλά και το αναπτυξιακό στάδιο, τα παιδιά με ΔΕΠ-Υ αδυνατούν να εναρμονίσουν τις αντιδράσεις τους με τον κοινωνικά κατάλληλο τρόπο συμπεριφοράς. Κάτι τέτοιο, όμως, έχει επιπτώσεις σε διάφορες πτυχές της ζωής των παιδιών, όπως για παράδειγμα στην κοινωνικοποίησή τους, στη σχέση τους με την οικογένειά τους, στις σχολικές τους επιδόσεις και γενικότερα στην προσαρμογή τους στο σχολείο. Όπως υποστήριξε και ο Barkley για τη ΔΕΠ-Υ, αυτή μπορεί να οριστεί ως μία αναπτυξιακή καθυστέρηση ως προς τη ρύθμιση της συμπεριφοράς με ποικίλες συνέπειες.
Ενδείξεις για την ύπαρξη της διαταραχής ενδεχομένως να εμφανίζονται από τη νηπιακή ηλικία. Ωστόσο, η διάγνωση της ΔΕΠ-Υ επίσημα μπορεί να δοθεί αφού τα παιδιά θα έχουν συμπληρώσει τα επτά έτη. Επιπλέον, όσον αφορά τη διάρκεια της διαταραχής είναι σημαντικό να αναφερθεί το γεγονός ότι η ΔΕΠ-Υ συνιστά χρόνια διαταραχή, η οποία συνοδεύει τα άτομα στην εφηβική αλλά και στην ενήλικη ζωή.
Στο αμερικανικό Διαγνωστικό και Στατιστικό Εγχειρίδιο Ψυχικών Διαταραχών του 1994 (DSM-IV) αναφέρεται ότι η Διαταραχή Ελλειμματικής Προσοχής/Υπερκινητικότητα διακρίνεται σε τρείς τύπους, οι οποίοι είναι οι εξής:
– Διαταραχή Ελλειμματικής Προσοχής/Υπερκινητικότητα με προεξέχοντα τον απρόσεκτο τύπο
– Διαταραχή Ελλειμματικής Προσοχής/Υπερκινητικότητα με προεξέχοντα τον υπερκινητικό-παρορμητικό τύπο
– Διαταραχή Ελλειμματικής Προσοχής/Υπερκινητικότητα, Συνδυασμένος τύπος.
Στην πρώτη περίπτωση, τα παιδιά αντιμετωπίζουν προβλήματα συγκέντρωσης, καθώς τους είναι πολύ δύσκολο να εστιάσουν την προσοχή τους παρατεταμένα σε κάποια συγκεκριμένη δραστηριότητα.
Κατά αυτόν τον τρόπο, συχνά φαίνονται αφηρημένα και αποκομμένα από την υπόλοιπη τάξη. Επίσης, η προσοχή τους αποσπάται εύκολα από εξωτερικά ερεθίσματα, με αποτέλεσμα να δυσκολεύονται να επεξεργαστούν και κατά επέκταση να κατανοήσουν εισερχόμενες πληροφορίες.
Όσον αφορά τη ΔΕΠ-Υ με προεξέχοντα τον υπερκινητικό παρορμητικό τύπο, τα παιδιά είναι αεικίνητα και εκτελούν συνεχώς άσκοπες κινήσεις με το σώμα τους. Επιπροσθέτως, βασικό γνώρισμά τους αποτελεί, τόσο η επίδειξη αυθόρμητης συμπεριφοράς, όσο και η αδυναμία τους να επιβληθούν στις παρορμήσεις τους. Έχει παρατηρηθεί ότι οι υπερκινητικοί μαθητές και οι υπερκινητικές μαθήτριες δεν έχουν υπομονή και κατά συνέπεια, συχνά διακόπτουν τους υπόλοιπους, προκειμένου να εκφράσουν τις απόψεις τους. Έχουν χαμηλή ανοχή στη ματαίωση, ενώ σε αρκετές περιπτώσεις έχουν ξεσπάσματα θυμού και αντιδρούν επιθετικά. Μάλιστα, τις περισσότερες φορές δεν έχουν συνείδηση αυτών των συναισθηματικών εκρήξεων και των πράξεων τους. Γι’ αυτό το λόγο άλλωστε, δυσκολεύονται στην διαχείρισή τους.
Τέλος, στο συνδυασμένο τύπο εκδηλώνονται συμπτώματα που ανήκουν και στους δύο προηγούμενους.
Αιτιολογία
Με βάση τα ερευνητικά δεδομένα, η ΔΕΠ-Υ αποτελεί μια περίπλοκη διαταραχή, της οποίας η αιτιολογία είναι πολυπαραγοντική. Πιο συγκεκριμένα, οφείλεται σε νευρολογικούς, γενετικούς, περιβαλλοντικούς -ψυχοκοινωνικούς παράγοντες. Ωστόσο, δεν έχει διασαφηνιστεί πλήρως η αιτιολογία της συγκεκριμένης διαταραχής.
Ορισμένοι, μάλιστα, υποστηρίζουν πως πρόκειται για μια «νευροβιολογική διαταραχή» που αποδίδεται αποκλειστικά σε γενετικούς παράγοντες, ενώ η επίδραση της κληρονομικότητας έχει καθοριστική σημασία. Πρωταρχικό ρόλο, όμως, σύμφωνα με τους επιστήμονες στην εμφάνισή της έχουν οι νευρολογικοί και οι γενετικοί παράγοντες.
Συμπτωματολογία: Τα κύρια χαρακτηριστικά
Η ΔΕΠ-Υ περιλαμβάνει τρία είδη συμπτωμάτων: τη δυσκολία συγκέντρωσης, την αυξημένη κινητική δραστηριότητα και την ελλειμματική ικανότητα αναστολής αυθόρμητων αντιδράσεων. Στο DSMIV η αναφορά τους γίνεται ως εξής: απροσεξία, υπερκινητικότητα και παρορμητικότητα. Ωστόσο, δεν είναι λίγες οι φορές που τα τυπικά αυτά συμπτώματα γίνονται αντιληπτά ως κοινά χαρακτηριστικά της παιδικής ηλικίας, με αποτέλεσμα ο εντοπισμός της διαταραχής και περαιτέρω η διάγνωσή της να παραβλέπεται.
Αξιοπρόσεκτο είναι το γεγονός ότι τα ελλείμματα στους τομείς αυτούς είναι «πρωτογενή», δηλαδή συνιστούν τα κύρια χαρακτηριστικά της ΔΕΠ-Υ και οφείλονται σε οργανικούς παράγοντες. Ταυτόχρονα, όμως, το άτομο ενδέχεται να παρουσιάσει και «δευτερογενή» προβλήματα, τα οποία προκύπτουν σταδιακά από την αλληλεπίδρασή του με τον κοινωνικό του περίγυρο. Χαρακτηριστικά παραδείγματα είναι τα ποικίλα προβλήματα συμπεριφοράς αλλά και η χαμηλή αυτοεκτίμηση.
Η εμφάνιση των συμπτωμάτων λαμβάνει χώρα για τουλάχιστον έξι μήνες και εκδηλώνεται πριν το 7ο έτος της ηλικίας του ατόμου, με μέση ηλικία εκδήλωσης τα 3-4 έτη. Αυτά τα χαρακτηριστικά συμπτώματα εμφανίζονται στα παιδιά λιγότερο ή περισσότερο έντονα σε βαθμό δυσανάλογο με την ηλικία τους, ενώ πολλές φορές, με το πέρασμα του χρόνου αλλάζει ο τρόπος της εκδήλωσής τους. Πρόκειται για μια ετερογενή διαταραχή, η οποία επεκτείνεται σε διάφορα επίπεδα.
Επιπροσθέτως, προσφέρονται δύο ομάδες κριτηρίων (απροσεξίας και υπερκινητικότητας – παρορμητικότητας) και επισημαίνεται ότι σε κάθε μία από αυτές, πρέπει να πληρούνται τουλάχιστον έξι από τα εννέα κριτήρια που παρουσιάζονται. Ακόμη, η κλινική εικόνα των ατόμων με ΔΕΠ-Υ αλλά και ο τρόπος εκδήλωσης των διαφόρων συμπτωμάτων εξαρτώνται από ποικίλους παράγοντες, όπως για παράδειγμα, την ηλικία και το φύλο του ατόμου, τον τρόπο συμπεριφοράς των γονέων του προς τη δική του εκάστοτε συμπεριφορά αλλά και τις συνθήκες μέσα στις οποίες εμφανίζονται τα συμπτώματα αυτά. Από όλα τα παραπάνω προκύπτει ότι η κλινική εικόνα δύο παιδιών με τη συγκεκριμένη διαταραχή ενδέχεται να είναι εντελώς διαφορετική και αντίστοιχη με την επίδραση των παραγόντων που αναφέρθηκαν παραπάνω.
Παρακάτω γίνεται αναφορά των συμπτωμάτων που μπορεί να εκδηλώσει ένα άτομο με ΔΕΠ-Υ:
1. Απροσεξία:
- Συνήθως αδυνατεί να στρέψει την προσοχή του σε λεπτομέρειες και κάνει λάθη σε ποικίλες δραστηριότητες, λόγω έλλειψης προσοχής.
- Συχνά δεν αντιλαμβάνεται ότι του απευθύνεται ο λόγος.
- Ορισμένες φορές δε μπορεί να βγάλει εις πέρας καθήκοντα και αρμοδιότητες που του έχουν ανατεθεί.
- Το άτομο χαρακτηρίζεται από αποδιοργάνωση, απροθυμία για εμπλοκή σε δραστηριότητες που απαιτούν συνεχή προσπάθεια και συγκέντρωση, ενώ συχνά χάνει διάφορα αντικείμενα (μολύβια, βιβλία, σχολικές εργασίες).
- Συνήθως διασπάται η προσοχή του από εξωτερικά ερεθίσματα.
2. Υπερκινητικότητα:
- Αδυνατεί να παραμείνει στο ίδιο σημείο – θέση.
- Συχνά κινεί με νευρικότητα μέρη του σώματός του.
- Συνήθως είναι υπερβολικά ομιλητικό και θορυβώδες.
- Ορισμένες φορές κινείται υπερβολικά (τρέχει, χοροπηδάει, σκαρφαλώνει) σε χώρους και περιστάσεις που δεν αρμόζει.
- Συναντά δυσκολία στη συμμετοχή σε ήσυχες δραστηριότητες και βρίσκεται σε διαρκή κίνηση.
3. Παρορμητικότητα:
- Βιάζεται να απαντήσει σε ερωτήσεις που του έχουν τεθεί, χωρίς να αναμένει την ολοκλήρωσή τους.
- Συχνά δε μπορεί να αναμένει τη σειρά του (π.χ. για να μιλήσει, κ.ά.)
- Συνήθως παρεμβαίνει δίχως να του έχει επιτραπεί (π.χ. σε συζητήσεις, παιχνίδια).
- Διαθέτει χαμηλό επίπεδο ανοχής στη ματαίωση.
Άξιο αναφοράς είναι το γεγονός ότι τα παιδιά με ΔΕΠ-Υ παρουσιάζουν επιθετικότητα, η οποία με τη σειρά της δεν αποτελεί κύριο χαρακτηριστικό της συγκεκριμένης διαταραχής. Παρ’ όλα αυτά, σύμφωνα με έρευνες που έχουν διεξαχθεί, το 30% – 40% των ατόμων με υπερκινητικότητα εμφανίζουν επιθετικότητα στον κοινωνικό τους περίγυρο. Είναι, δηλαδή αρκετά οξύθυμα, ευερέθιστα και έχουν έντονες αντιδράσεις. Ίσως αυτός να είναι και ο λόγος που ορισμένα παιδιά με τη συγκεκριμένη διαταραχή δυσκολεύονται να αναπτύξουν πιο σύνθετες κοινωνικές δεξιότητες και φιλίες με άτομα της ηλικίας τους.
Παράλληλα, η είσοδος στο σχολικό περιβάλλον οδηγεί τα παιδιά με τη συγκεκριμένη διαταραχή να έρχονται αντιμέτωπα με δυσκολίες που αφορούν τις σχολικές τους επιδόσεις. Παραδείγματα τέτοιων δυσκολιών εντοπίζονται στη λύση γλωσσικών και γραμματικών ασκήσεων αλλά και μαθηματικών προβλημάτων. Αναλυτικότερα, σύμφωνα με έρευνες που διεξήχθηκαν από τους Willcuttetal, τα παιδιά με ΔΕΠ-Υ συναντούν δυσκολίες στην ορθή ανάγνωση και στον ρυθμό ανάγνωσης, ενώ δεν έχουν αναπτύξει ακόμη επαρκώς δεξιότητες, όπως τη συνεχή διατήρηση της προσοχής σε κάτι συγκεκριμένο και την εκτέλεση οδηγιών/ κανόνων.
Μερικά επιπρόσθετα χαρακτηριστικά που παρουσιάζουν τα παιδιά με ΔΕΠ-Υ είναι τα εξής: Πρώτον, δεν εμπιστεύονται τον εαυτό τους. Δεύτερον, δεν επιμένουν σε κάτι, εγκαταλείπουν κάθε είδους προσπάθεια, θεωρώντας ότι το κάθε τι που τους συμβαίνει οφείλεται σε εξωγενείς παράγοντες, ενώ τα ίδια έχουν λιγότερο έως και καθόλου μερίδιο ευθύνης. Όλα τα παραπάνω οδηγούν στη βίωση επανειλημμένων αισθημάτων αποτυχίας, με αποτέλεσμα να οδηγούνται στην απόκτηση χαμηλής αυτοεκτίμησης.
Αξίζει να σημειωθεί ότι η διαταραχή των παιδιών αυτών γίνεται λιγότερο αντιληπτή σε περιβάλλον χαμηλών απαιτήσεων ή στο ελεύθερο παιχνίδι, σε σύγκριση με ένα πιο περιοριστικό περιβάλλον, όπως αυτό της σχολικής τάξης. Επίσης, αντιμετωπίζουν λιγότερες δυσκολίες σε άγνωστα περιβάλλοντα ή όταν οι αρμοδιότητες που τους ανατίθενται είναι εντελώς άγνωστες. Γίνεται, επομένως, φανερό, ότι το επίπεδο της μη αποδεκτής συμπεριφοράς αυξάνεται, όσο μεγαλώνει η οικειότητα με το περιβάλλον και τους ανθρώπους.
Αντιμετώπιση
Συνίσταται η πολυεπίπεδη θεραπευτική προσέγγιση, καθώς «βλέπει» το παιδί με ΔΕΠ-Υ και το περιβάλλον μέσα στο οποίο αυτό ζει ως «όλον». Ο/Η ειδικός δεν ασχολείται μόνο με τις δυσκολίες που αυτό αντιμετωπίζει αλλά και με τις ικανότητες, τα χαρίσματα και τα θετικά στοιχεία τα οποία μπορεί να αναπτύξει. Άλλωστε, ένα παιδί με ΔΕΠ-Υ δεν παύει να είναι ένα παιδί με συνήθως «φυσιολογική» νοημοσύνη, ανησυχίες, ταλέντα, ευαισθησίες, διάθεση για εξερεύνηση. Ο/Η ειδικός, επομένως, που εφαρμόζει την προσέγγιση αυτή θα πρέπει, λαμβάνοντας υπόψη του όλα τα παραπάνω στοιχεία, πέρα από την αντιμετώπιση των δυσκολιών που οφείλονται στη διαταραχή, να επιδιώκει την ισορροπημένη ανάπτυξη όλων των πλευρών της προσωπικότητας του παιδιού.
Η πολυεπίπεδη προσέγγιση προϋποθέτει τη στενή συνεργασία του κλινικού ψυχολόγου με τα πρόσωπα του οικογενειακού περιβάλλοντος του παιδιού αλλά και με επιστήμονες άλλων ειδικοτήτων (εκπαιδευτικούς, εργοθεραπευτές, λογοθεραπευτές, παιδονευρολόγους, παιδοψυχίατρους), οι οποίοι μπορούν να συμβάλουν στην αντιμετώπιση της διαταραχής και των συνοδών της προβλημάτων.
Η προσέγγιση αυτή εντάσσεται στο πλαίσιο της γνωσιακήςσυμπεριφορικής θεραπείας και χρησιμοποιεί πληθώρα θεραπευτικών μεθόδων και τεχνικών (τεχνικές τροποποίησης της συμπεριφοράς, στοιχεία ψυχοθεραπείας, αρχές της συμβουλευτικής, μεθόδους ειδικής διαπαιδαγώγησης), ώστε να αντικαταστήσει λανθασμένες αντιλήψεις, να βελτιώσει τη συμπεριφορά, να τροποποιήσει δυσλειτουργικές σχέσεις επικοινωνίας, να ενισχύσει την αυτοεκτίμηση, να καθοδηγήσει γονείς και εκπαιδευτικούς και να αποκαταστήσει μαθησιακές δυσκολίες. Με άλλα λόγια, η πολυεπίπεδη θεραπευτική προσέγγιση επιδρά σε γνωστικό, ψυχολογικό και μαθησιακό επίπεδο αλλά και σε επίπεδο συμπεριφοράς και διαπροσωπικών σχέσεων, ανάλογα με τις ανάγκες της εκάστοτε περίπτωσης.
Σύνδεση ΔΕΠ-Υ & Μαθησιακών Δυσκολιών
Τα παιδιά με ΔΕΠ-Υ παρουσιάζουν δυσκολίες μάθησης και οι σχολικές τους επιδόσεις είναι μειωμένες, λόγω της απροσεξίας, της παρορμητικότητας και της ανησυχίας που τα διακατέχει. Σύμφωνα με έρευνες, το ποσοστό συννοσηρότητας ανάμεσα σε ΔΕΠ-Υ και μαθησιακές δυσκολίες κυμαίνεται στο 9% – 63%. Μάλιστα, το 56% των παιδιών με ΔΕΠ-Υ που εμφανίζουν μαθησιακές δυσκολίες απευθύνεται σε ειδικούς, το 30% επαναλαμβάνει κάποια τάξη, ιδίως στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση, ενώ το 30% ίσως δεχτεί παράλληλη στήριξη. Ακόμη, ένα ποσοστό γύρω στο 10% – 35% εκδηλώνει σχολική διαρροή.
Σύμφωνα με άλλες έρευνες, οι οποίες χρησιμοποιούν αυστηρότερα κριτήρια για τον εντοπισμό των μαθησιακών δυσκολιών, το 8%-39% των παιδιών με ΔΕΠ-Υ παρουσιάζει μαθησιακές δυσκολίες στην ανάγνωση, το 12%-27% στα μαθηματικά και το 12%-27% στην ορθογραφία. Σε αυτό το σημείο, αξίζει να επισημανθεί ότι είναι άγνωστη η αιτιώδης σχέση ανάμεσα στη ΔΕΠ-Υ και στις μαθησιακές δυσκολίες.
Όσον αφορά τη συνύπαρξη ΔΕΠ-Υ και Μαθησιακών Δυσκολιών, τα υπάρχοντα ερευνητικά δεδομένα αναδεικνύουν τρεις τουλάχιστον πιθανές αιτιώδεις σχέσεις. Ειδικότερα:
- Οι μαθησιακές δυσκολίες οδηγούν στην εμφάνιση των βασικών συμπτωμάτων της ΔΕΠ-Υ. Με άλλα λόγια, τα ελλείμματα στις ακαδημαϊκές δεξιότητες, που προκαλούνται από τις μαθησιακές δυσκολίες οδηγούν στην εμφάνιση μειωμένης προσοχής, παρορμητικής και προβληματικής συμπεριφοράς.
- Τα συμπτώματα του συνδρόμου της ΔΕΠ-Υ δυσχεραίνουν την κατάκτηση των δεξιοτήτων που απαιτούνται για την ακαδημαϊκή πρόοδο των παιδιών και κατ’ επέκταση τις σχολικές τους επιδόσεις.
- Η ΔΕΠ-Υ και οι μαθησιακές δυσκολίες οφείλονται σε μία άλλη ανεξάρτητη μεταβλητή, όπως για παράδειγμα σε κάποια νευρολογική δυσλειτουργία.